τρίγλη

τρίγλη
τρίγλη, ,
A red mullet, Mullus barbatus, Epich.64, Sophr.50, Cratin. 58,320, Philyll.13, Diocl.Fr. 135, PCair.Zen.83.2 (iii B. C.), Sor.1.51, 94, Gal.6.715;

τ. μιλτοπάρηος Matro Conv. 27

:—in later writers [full] τρίγλᾰ or [full] τρῖγλα prevailed, and is sts. found in codd. of earlier authors, as Arist.HA543a5, 591b19; τρῖγλαν (v.l. τρίγλαν)

ἀπ' ἀνθρακιῆς AP6.105

(Apollonid.);

τρίγλαν Corn.ND34

, Plu.2.730b,977f, 983f; but only τρίγλη is recognized by Hdn.Gr.1.255 note, 1.318, Ath.7.324c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρίγλη — red mullet fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλῃ — τρίγλη red mullet fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… …   Dictionary of Greek

  • τρίγλαι — τρίγλη red mullet fem nom/voc pl τρίγλᾱͅ , τρίγλη red mullet fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγλῶν — τρίγλη red mullet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλαις — τρίγλη red mullet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλην — τρίγλη red mullet fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλης — τρίγλη red mullet fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλῃσιν — τρίγλη red mullet fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγλίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τού τρίγλη) μικρή τρίγλη, μπαρμπουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • καπόνι — Κοινή ονομασία ψαριών της οικογένειας των τριγλιδών, της ομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που απαντούν σε όλες τις εύκρατες και τροπικές θάλασσες. Χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός στηθικού πτερυγίου, το οποίο φέρει 2 ή 3 ακτίνες μεγεθυμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”